- καθαρίου
- καθάρειοςcleanlymasc/fem/neut gen sgκαθαριόωpurifypres imperat act 2nd sgκαθαριόωpurifyimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθαριότητα — η (AM καθαριότης, Α και καθαρειότης) [καθάριος] 1. η ιδιότητα τού καθάριου, η πάστρα 2. παροιμ. «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» για να δηλωθεί πόσο σημαντικό είναι το να είναι κάποιος καθαρός αρχ. 1. διαύγεια («καθαρειότης του ἀέρος», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
καθαριότητα — η ιδιότητα του καθάριου, παστρικάδα: Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)